- φυταλία
- φυταλίᾱ , φυταλίαfem nom/voc/acc dualφυταλίᾱ , φυταλίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυταλιά — φυταλιά̱ , φυταλία fem nom/voc/acc dual φυταλιά̱ , φυταλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυταλιά̱ , φυταλιά planted place fem nom/voc/acc dual φυταλιά̱ , φυταλιά planted place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek
φυταλιάν — φυταλιά̱ν , φυταλία fem acc sg (attic doric aeolic) φυταλιά̱ν , φυταλιά planted place fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιάς — φυταλιά̱ς , φυταλία fem acc pl φυταλιά̱ς , φυταλιά planted place fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιάων — φυταλιά̱ων , φυταλία fem gen pl (epic aeolic) φυταλιά̱ων , φυταλιά planted place fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλίαι — φυταλία fem nom/voc pl φυταλίᾱͅ , φυταλία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιαῖς — φυταλία fem dat pl φυταλιά planted place fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιαί — φυταλία fem nom/voc pl φυταλιά planted place fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιᾶς — φυταλία fem gen sg (attic doric aeolic) φυταλιά planted place fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιῆς — φυταλία fem gen sg (epic ionic) φυταλίζω fut ind act 2nd sg (doric) φυταλιά planted place fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)